-
1 изделие
изделие с το προϊόν, το είδος (εμπορεύματος) промышленные \изделиея τα βιομηχανικά προϊόντα* * *сτο προϊόν, το είδος (εμπορεύματος)промы́шленные изде́лия — τα βιομηχανικά προϊόντα
-
2 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
3 изделие
издел||иес (продукт производства) τό πράγμα, τό είδος, τό ἐμπόρευμα:промышленные \изделиеия τά βιομηχανικά προϊόντα· фабричные \изделиеия προϊόντα βιομηχανίας· металлические \изделиеия τά μετάλλινα είδη, τά σιδερικά· хлопчатобумажные \изделиеия τά βαμβακερά (εἰδη)· шелковые \изделиеия τά μεταξωτά (είδη)· текстильные \изделиеия εἰδη ὑφαντουργίας.